- μελλιχόφωνος
- μελλιχόφωνος, -ον (Α)(αιολ. τ.) βλ. μειλιχόφωνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελλιχόφωνοι — μελλιχόφωνος softvoiced masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek
μειλιχόφωνος — και αιολ. τ. μελλιχόφωνος, ου (Α) αυτός που μιλά με μειλίχιο, πράο, ήρεμο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + φωνος < (φωνή)] … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek